χοινίκι

χοινίκι
το / χοινίκιον, ΝΑ [χοῑνιξ, χοίνικος]
νεοελλ.
το σοινίκι
αρχ.
1. υποκορ. τού χοῑνιξ
2. όργανο βασανισμού, είδος ποδοκάκκης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χοίνικι — χοί̱νικι , χοῖνιξ choenix fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοινίκιον — τὸ, Α βλ. χοινίκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”